- μεταγγελος
- μετάγγελοςμετ-άγγελοςἥ вестница
(Ἶρις Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἶρις Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετάγγελος — μετάγγελος, ό, ἡ (Α) αυτός που μεταβιβάζει ειδήσεις, αγγελίες, διάγγελος, αγγελιαφόρος («Ἶριν θ , ἥ τε θεοῑσι μετάγγελος ἀθανάτοισι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἄγγελος] … Dictionary of Greek
μετάγγελος — one who carries news from one to another masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάγγελον — μετάγγελος one who carries news from one to another masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)